μαλλοκέφαλα

μαλλοκέφαλα
μαλλοκέφαλα, τα και μαλλιοκέφαλα, τα
μαλλιά του κεφαλιού, μόνο στη φράση: «Ξόδεψα τα μαλλ(ι)οκέφαλά μου», ξόδεψα μεγάλα χρηματικά ποσά, τόσα όσες είναι και οι τρίχες του κεφαλιού μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαλλοκέφαλα — τα βλ. μαλλιοκέφαλα …   Dictionary of Greek

  • μαλλιοκέφαλα — και μαλλοκέφαλα, τα 1. το τρίχωμα τού κεφαλιού, τα μαλλιά 2. φρ. «τα μαλλιοκέφαλά μου» πάρα πολλά χρήματα, όσα οι τρίχες τής κεφαλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλλιά + κεφάλι] …   Dictionary of Greek

  • χρεωστώ — χρεωστῶ, έω, ΝΜΑ, και χρωστώ και χρωστάω και λόγιος τ. χρεστώ Ν οφείλω, έχω χρέος, είμαι χρεώστης νεοελλ. 1. μτφ. έχω υποχρέωση, έχω καθήκον, έχω ηθική οφειλή («τού χρωστάω τα πάντα») 2. φρ. α) «χρωστάει τα μαλλοκέφαλά του» έχει μεγάλο χρέος,… …   Dictionary of Greek

  • χρεωστώ — και χρωστώ και χρωστάω 1. είμαι χρεώστης, έχω χρέος, οφείλω: Χρωστάει τα μαλλοκέφαλά του. 2. έχω καθήκον, έχω υποχρέωση. 3. φρ., «Xρωστάει της Μιχαλούς», είναι τρελός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”